-
1 банковский
банковский, \банковскийый τραπεζιτικός, τραπεζικός \банковскийский работник о τραπεζικός \банковскийый чек η τραπεζιτική επιταγή* * *= банковыйτραπεζιτικός, τραπεζικόςба́нковский рабо́тник — ο τραπεζικός
ба́нковый чек — η τραπεζιτική επιταγή
-
2 чек
чекм1. (банковский) τό τσεκ, ἡ τραπεζιτική ἐπιταγή:\чек на предъявителя τό τσεκ πληρωτέον είς τόν φέροντα· платить по \чеку πληρώνω μέ τσέκ· выписать \чек κόβω τσέκ·2. (в магазине) ἡ ἀπόδειξη πληρωμής.
См. также в других словарях:
τραπεζιτικός — ή, ό / τραπεζιτικός, ή, ον, ΝΑ [τραπεζίτης] τραπεζικός (α. «τραπεζιτική επιταγή» β. «Τραπεζιτικός τοῦ Ἰσοκράτους» τίτλος τού 17ου λόγου τού Ισοκράτους γ. «ἡ τραπεζιτική στοά» το περιστύλιο τών τραπεζιτών) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τραπεζιτικόν.… … Dictionary of Greek
τραπεζιτικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τραπεζίτη ή τράπεζα: Τραπεζιτική επιταγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)